φυσιογνωμονώ

φυσιογνωμονώ
-έω, Α [φυσιογνώμων, -ονος]
κρίνω τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τα εξωτερικά του γνωρίσματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυσιογνωμονῶ — φυσιογνωμονέω study the features pres subj act 1st sg (attic epic doric) φυσιογνωμονέω study the features pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιογνωμία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο χαρακτηριστικών τού προσώπου που έχουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα και εκφράζουν την προσωπικότητα, την ψυχική διάθεση 2. οικολ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή η γενική εμφάνιση και η δομή μιας φυτοκοινωνίας ή τής βλάστησης… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμονία — η, ΝΑ [φυσιογνωμονῶ] η ικανότητα ή η τέχνη τού να κρίνει κανείς έναν άνθρωπο από τη φυσική του κατασκευή και, κυρίως, βάσει τών εξωτερικών του γνωρισμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”